ωκυπορος

ωκυπορος
    ὠκύπορος
    ὠκύ-πορος
    2
    быстроходный, быстро несущийся, стремительный
    

(ναῦς Hom.; ῥιπαὴ κυμάτων Pind.; πόρθμευμα Aesch.; ὀϊστοί Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωκυπορος" в других словарях:

  • ὠκύπορος — quick going masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύπορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα 2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος 3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά 4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ὠκύπορον — ὠκύπορος quick going masc/fem acc sg ὠκύπορος quick going neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροιο — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροις — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροισι — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροισιν — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρους — ὠκύπορος quick going masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρων — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρῳ — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύποροι — ὠκύπορος quick going masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»